- σήκα
- Αεπίρρ. (κατά τον Ησύχ.)(ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σῆκα — into the fold indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμισήκασι — μεμῑσήκᾱσι , μισέω hate perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμισήκασιν — μεμῑσήκᾱσιν , μισέω hate perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμίσηκα — μεμί̱σηκα , μισέω hate perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφυσήκασιν — πεφῡσήκᾱσιν , φυσάω blow perf ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)